- βωλάκιος
- βωλᾰκιος1 sodded, clodded ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε νῶτον γᾶς (ἀναβωλακίας, -ίαις codd.) P. 4.228
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βωλάκιος — βωλάκιος, α, ον (Α) [βώλαξ] (για έδαφος) αυτός που έχει βώλους, παχύς, εύφορος … Dictionary of Greek
βωλακίας — βωλακίᾱς , βωλάκιος lumpy fem acc pl βωλακίᾱς , βωλάκιος lumpy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωλάκιον — loamy soil neut nom/voc/acc sg βωλάκιος lumpy masc acc sg βωλάκιος lumpy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)